- στιχοποιία
- η / στιχοποιΐα, ΝΑ [στιχοποιός]σύνθεση στίχων, στιχουργία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιχοποιία — η συγγραφή στίχων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιχοποιίας — στιχοποιίᾱς , στιχοποιία versification fem acc pl στιχοποιίᾱς , στιχοποιία versification fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχοποιίαι — στιχοποιίᾱͅ , στιχοποιία versification fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχοποιίαν — στιχοποιίᾱν , στιχοποιία versification fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνοπαίγνιον — τὸ, Α 1. στιχουργικό παιχνίδι, ως τρόπος απόδειξης τής ικανότητας για στιχοποιία 2. επιγραφή ενός ποιήματος τού Αυσονίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + παίγνιον] … Dictionary of Greek